πυρόσωμα

πυρόσωμα
το, Ν
συν. στον πληθ. τα πυροσώματα
ζωολ. τάξη πελαγικών αποικιακών θαλιοειδών χιτωνοζώων που απαντούν στα επιφανειακά στρώματα τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και είναι πλαγκτονικοί οργανισμοί, με σωληνόμορφες, κλειστές στο ένα άκρο τους αποικίες, μήκους κυμαινόμενο από 10 εκατοστόμετρα έως αρκετά μέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrosoma (< πυρ + σώμα). Η λ., στον εν. πυρόσωμα, μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυροσώματα — Χιτωνόζωα που αποτελούν τάξη της ομοταξίας των θαλειοειδών. Οι πλαγκτονικοί αυτοί οργανισμοί έχουν μέσο μήκος 5 χιλιοστά και αποτελούν αποικίες σωληνοειδούς σχήματος· ο σωλήνας είναι διαφανής, κλειστός από τη μια άκρη και έχει γενικά μήκος που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”